καρπόβρωτον

καρπόβρωτον
καρπόβρωτος
with edible fruit
masc/fem acc sg
καρπόβρωτος
with edible fruit
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρπόβρωτος — καρπόβρωτος, ον (Α) αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”